Του Βασίλη Κεχαγιά
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δε σ’ εγκατέλειψα. Στις φτωχογειτονιές σου μεγάλωσα, με πήρες από το χέρι και μ’ έφερες στη δόξα, αλλά κι εγώ πάντα μαζί σου ανέβαινα, madre Argentina...
Από την Μπόκα, εκεί στην εξόριστη πλευρά του Μπουένος, πήρα μαζί μου τους κατατρεγμένους σου και τους κατέβασα στην Ρικολέτα κι ακόμη παραπέρα- εκεί που οι «Εφοπλιστές» της Ρίβερ Πλέιτ παρκάρουν τις Μερσεντές και τις BMW τους, στην τεράστια έκταση με τα τένις και τα γκολφ- και τους έκανα βασιλιάδες...
Κι εσείς όλοι, κυνηγημένοι, που με λατρέψατε και με κάνατε ναό στη γειτονιά της Μπόκα κι εμένα σχεδόν Θεό στα εικονοστάσιά σας και στα μαγαζιά σας, όπου μαζί με τα παιδιά σας έχετε τη φωτογραφία μου, να ξέρετε, δε σας εγκατέλειψα. Ούτε όταν ξενιτεύτηκα στη Νάπολη και βρήκα εκεί κι άλλους να ζουν στη σκιά του γενναιόδωρου ήλιου, ούτε τότε σ’ εγκατέλειψα, Αρζεντίνα. Προσπάθησα όλους να τους πείσω ότι ήμουν Θεός κατώτερων παιδιών, να στηρίξουν εμένα, εσένα σ’ εκείνο το ματς του ‘ 90 όπου άνθρωποι κακοί δεν είδαν με καλό μάτι τη νίκη μας.
Δε σ’ εγκατέλειψα ποτέ Αρζεντίνα, ούτε όταν η γραμμή της κόκας μ’ έφερνε στην Κούβα, πιστεύοντας ότι εκεί υπάρχει χώρος για λειψούς ουρανούς, ούτε όταν με καταδίωκαν, εμένα Θεό, αμαρτίες μιας ζωής.
Γι’ αυτό ξαναγύρισα, Αρζεντίνα, για να σε ξαναπάρω από το χέρι και ν’ ανεβούμε μαζί, εκεί που ταιριάζει σε όλους μας τους σερνάμενους αγγέλους.
Πάλι με χρησιμοποίησαν, Αρζεντίνα. Τότε ήταν οι μαφιόζοι της Ιταλίας, τώρα της FIFA. Δεν ήξερα ότι ήθελαν έναν καραγκιοζάκο για την τηλεθέασή τους, έναν Θεό – κλόουν να συμπληρώνει τα κενά του γηπέδου. Να γεμίζει το χώρο από το άουτ στις κερκίδες, στις οθόνες μας, στις ζωές μας. στις άδειες ζωές μας που ψάχνουν γειτόνους, που έπεσαν από τα ψηλά για να χωρέσουν στα χαμηλά και να νιώσουμε καλύτερα όλοι. Άλλωστε, αυτή είναι η δουλειά του Θεού, να σταυρώνεται.
Με φέραν εδώ στο Μουντιάλ, στη Νότιο Αφρική, για να φιλάω σταυρούς και κομποσκοίνια, να παίζω με τα πανάκριβα ρολόγια μου, με τα βαμμένα μου μαλλιά, τα παλιοκαιρίσια κοστουμάκια και τα πούρα μου, να παριστάνω τον προπονητή, εγώ ένας παλιάτσος : «Κάνε Ντιέγκο πώς κάνει ο προπονητής…» κι εγώ χοροπηδούσα.
Σε πρόδωσα κι εγώ Αρζεντίνα, όπως τόσοι άλλοι. Αλλά τουλάχιστον εγώ δε σ’ εγκατέλειψα πότε, όπως οι άλλοι. Γι’ αυτό και τώρα μαζί γερνάμε, μαζί ξεφτιλιζόμαστε. Μόνο , σε παρακαλώ, μην κλάψεις για μένα, Αρζεντίνα. Δάκρυσε για το ρημαγμένο μεγαλείο σου, για την κουλτούρα και τον πλούτο σου που χάθηκαν, για τον τυφλό σου Μπόρχες, που είδε πρώτος το χάλι μας, το χάλι της κενής ύπαρξης που στροβιλίζεται στους λαβυρίνθους.
Κλάψε για τον Σάμπατο, για τους ποιητές και τους μουσικούς σου, τότε που έμελπαν τον αιώνιο κόσμο ενός άλλου αιώνα. Κλάψε γι’ αυτούς στον αιώνα που τα χάσαμε όλα αλλά, por favor, μην κλαις για μένα, Αρζεντίνα.
Δεν το αξίζω…
ostria
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δε σ’ εγκατέλειψα. Στις φτωχογειτονιές σου μεγάλωσα, με πήρες από το χέρι και μ’ έφερες στη δόξα, αλλά κι εγώ πάντα μαζί σου ανέβαινα, madre Argentina...
Από την Μπόκα, εκεί στην εξόριστη πλευρά του Μπουένος, πήρα μαζί μου τους κατατρεγμένους σου και τους κατέβασα στην Ρικολέτα κι ακόμη παραπέρα- εκεί που οι «Εφοπλιστές» της Ρίβερ Πλέιτ παρκάρουν τις Μερσεντές και τις BMW τους, στην τεράστια έκταση με τα τένις και τα γκολφ- και τους έκανα βασιλιάδες...
Κι εσείς όλοι, κυνηγημένοι, που με λατρέψατε και με κάνατε ναό στη γειτονιά της Μπόκα κι εμένα σχεδόν Θεό στα εικονοστάσιά σας και στα μαγαζιά σας, όπου μαζί με τα παιδιά σας έχετε τη φωτογραφία μου, να ξέρετε, δε σας εγκατέλειψα. Ούτε όταν ξενιτεύτηκα στη Νάπολη και βρήκα εκεί κι άλλους να ζουν στη σκιά του γενναιόδωρου ήλιου, ούτε τότε σ’ εγκατέλειψα, Αρζεντίνα. Προσπάθησα όλους να τους πείσω ότι ήμουν Θεός κατώτερων παιδιών, να στηρίξουν εμένα, εσένα σ’ εκείνο το ματς του ‘ 90 όπου άνθρωποι κακοί δεν είδαν με καλό μάτι τη νίκη μας.
Δε σ’ εγκατέλειψα ποτέ Αρζεντίνα, ούτε όταν η γραμμή της κόκας μ’ έφερνε στην Κούβα, πιστεύοντας ότι εκεί υπάρχει χώρος για λειψούς ουρανούς, ούτε όταν με καταδίωκαν, εμένα Θεό, αμαρτίες μιας ζωής.
Γι’ αυτό ξαναγύρισα, Αρζεντίνα, για να σε ξαναπάρω από το χέρι και ν’ ανεβούμε μαζί, εκεί που ταιριάζει σε όλους μας τους σερνάμενους αγγέλους.
Πάλι με χρησιμοποίησαν, Αρζεντίνα. Τότε ήταν οι μαφιόζοι της Ιταλίας, τώρα της FIFA. Δεν ήξερα ότι ήθελαν έναν καραγκιοζάκο για την τηλεθέασή τους, έναν Θεό – κλόουν να συμπληρώνει τα κενά του γηπέδου. Να γεμίζει το χώρο από το άουτ στις κερκίδες, στις οθόνες μας, στις ζωές μας. στις άδειες ζωές μας που ψάχνουν γειτόνους, που έπεσαν από τα ψηλά για να χωρέσουν στα χαμηλά και να νιώσουμε καλύτερα όλοι. Άλλωστε, αυτή είναι η δουλειά του Θεού, να σταυρώνεται.
Με φέραν εδώ στο Μουντιάλ, στη Νότιο Αφρική, για να φιλάω σταυρούς και κομποσκοίνια, να παίζω με τα πανάκριβα ρολόγια μου, με τα βαμμένα μου μαλλιά, τα παλιοκαιρίσια κοστουμάκια και τα πούρα μου, να παριστάνω τον προπονητή, εγώ ένας παλιάτσος : «Κάνε Ντιέγκο πώς κάνει ο προπονητής…» κι εγώ χοροπηδούσα.
Σε πρόδωσα κι εγώ Αρζεντίνα, όπως τόσοι άλλοι. Αλλά τουλάχιστον εγώ δε σ’ εγκατέλειψα πότε, όπως οι άλλοι. Γι’ αυτό και τώρα μαζί γερνάμε, μαζί ξεφτιλιζόμαστε. Μόνο , σε παρακαλώ, μην κλάψεις για μένα, Αρζεντίνα. Δάκρυσε για το ρημαγμένο μεγαλείο σου, για την κουλτούρα και τον πλούτο σου που χάθηκαν, για τον τυφλό σου Μπόρχες, που είδε πρώτος το χάλι μας, το χάλι της κενής ύπαρξης που στροβιλίζεται στους λαβυρίνθους.
Κλάψε για τον Σάμπατο, για τους ποιητές και τους μουσικούς σου, τότε που έμελπαν τον αιώνιο κόσμο ενός άλλου αιώνα. Κλάψε γι’ αυτούς στον αιώνα που τα χάσαμε όλα αλλά, por favor, μην κλαις για μένα, Αρζεντίνα.
Δεν το αξίζω…
ostria
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου