Όταν την επισκεφτήκαμε ήταν στενοχωρημένη. Θα έπρεπε να βάλει κι εκείνη, όπως όλοι οι γείτονές της, ηλεκτροφόρα σύρματα γύρω από το σπίτι και τον κήπο του σπιτιού της. Κι ήταν μια απόφαση που τη στενοχωρούσε γιατί, όπως έλεγε η ίδια, αντέβαινε στις αρχές της....
Ήταν όμως αναγκασμένη να το κάνει γιατί καμιά εταιρεία δεν ήθελε πλέον να εγγυηθεί για την ασφάλειά της.
Η νομπελίστρια συγγραφέας, μετά τον θάνατο του συζύγου της και την μετοίκηση των τριών παιδιών της στην Ευρώπη, έμεινε να ζει μόνη στο δίπατο σπίτι της, παρέα με ένα ζευγάρι συνομήλικων της που κατοικούσαν σε ένα άλλο μικρό σπιτάκι στον κήπο και τη βοηθούσαν στη λάτρα του σπιτιού και στην περιποίηση του κήπου.
Λίγο καιρό πριν φτάσουμε στο Γιοχάνεσμπουργκ μια συμμορία ληστών είχαν μπει στο σπίτι της. Οι ληστές φίμωσαν και έδεσαν τις δύο ηλικιωμένες γυναίκες και στη συνέχεια τις έκλεισαν σε μια αποθηκούλα κάτω από τη σκάλα ώστε να κλέψουν ανενόχλητοι ό,τι θα τους γυάλιζε το μάτι.
Στην αποθηκούλα οι δύο γυναίκες έμειναν για ώρες, μέχρι που κάτι υποπτεύθηκαν οι φύλακες οι οποίοι έκαναν την απογευματινή τους επιθεώρηση στα σπίτια της συνοικίας, και τις ελευθέρωσαν.
Όταν την επισκεφτήκαμε τον Φεβρουάριο του 2007, η Γκόρντιμερ ήταν 85 χρόνων.
Περάσαμε μαζί της σχεδόν μια εβδομάδα.
Πηγαίναμε στο σπίτι της κάθε απόγευμα (τα πρωινά ήταν απαγορευμένα σε επισκέψεις, ήταν οι ιερές ώρες του γραψίματος - τότε τελείωνε τη συλλογή των υπέροχων εκείνων διηγημάτων που κυκλοφόρησαν ένα χρόνο αργότερα και στη χώρα μας με τον τίτλο «Ο Μπετόβεν ήταν κατά το 1/16 μαύρος»), μας κερνούσε καφέδες και λεμονάδες και γλυκά και ουίσκι, αν η ώρα ήταν κάπως περασμένη, και συζητούσαμε, άλλοτε μπροστά στην κάμερα, άλλοτε μόνοι μας.
Συχνά περνούσε για έναν καφέ και ο στενός της φίλος από τα δύσκολα χρόνια του απαρτχάιντ Γιώργος Μπίζος, ο Έλληνας δικηγόρος του Μαντέλα, ο άνθρωπος που -όπως λέει η ίδια- είναι υπεύθυνος για την πολιτικοποίησή της.
Θα δείτε τον Μπίζο, εν είδει guest star, στην ταινία της Γκόρντιμερ.
Όπως θα δείτε κομμάτια από την επίσκεψη μας με τη Γκόρντιμερ και τον Μπίζο στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας, το οποίο κτίστηκε εκεί όπου ήταν τα χειρότερα κελιά του απαρτχάιντ. Δεν θα δείτε όμως σκηνές από το δείπνο που έδωσε προς τιμή της νομπελίστριας συγγραφέως ο τότε Έλληνας πρόξενος στο Γιοχάνεσμπουργκ και το ξέσπασμα της Γκόρντιμερ η οποία, αδιαφορώντας για το ότι μπορούσε να δυσαρεστήσει πολλούς από τους καλεσμένους της ελληνικής κοινότητας, δεν δίστασε να καυτηριάσει τη στάση της παροικίας κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ.
«Μόνο ο Μπίζος κι ένας-δυο άλλοι τόλμησαν να τα βάλουν με το καθεστώς» έλεγε και ξαναέλεγε η Γκόρντιμερ η οποία προφανώς σιχαίνεται τους όψιμους αντιστασιακούς κάθε είδους.
Δεν θα δείτε επίσης μια άλλη σκηνή που, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, φανέρωσε την τρομερή ζωτικότητα και νεανικότητα αυτής της γυναίκας.
Φιλμάρουμε στο δωμάτιο που κάποτε ήταν το γραφείο του συζύγου της.
Στριμωγμένη ανάμεσα στη Μικέλα, τον σκηνοθέτη, τον οπερατέρ κι εμένα, προσπαθεί να μας δείξει μερικές οικογενειακές φωτογραφίες που έχει κρεμασμένες στον τοίχο. Εκεί λοιπόν, μπροστά στην κάμερα, σκοντάφτει σε ένα σκαμνί και πέφτει κάτω.
Τρομαγμένοι, τη βοηθάμε να σηκωθεί.
Και τρομάζουμε ακόμα περισσότερο όταν βλέπουμε αίματα, άφθονα αίματα, να τρέχουν από το πόδι της.
Εκείνη, όμως, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, λέει «δεν πειράζει, δεν θα φανούν στην ταινία, ας συνεχίζουμε και τα καθαρίζω αργότερα». Και συνέχισε να μιλάει μπροστά στον φακό.
Ημερομηνία δημοσίευσης: 03/04/2011: /www.avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου