του Λουκά Τσουκνίδα
Επιτέλους, η μακρόσυρτη ιστορία του μαθητευόμενου μάγου που γεννήθηκε με μια αποστολή χαραγμένη στο DNA του –να νικήσει το απόλυτο κακό φυσικά– έφτασε στο τέλος της.
Το δεύτερο μέρος του 7ου επεισοδίου, “Harry Potter and the Deathly Hallows, Part 2”, βγαίνει στις αίθουσες και ο Χάρι μας αποχαιρετά με μια μεγαλειώδη νίκη (δεν πιστεύω να σας χάλασα το φινάλε) επί του ερπετοειδή Βόλντεμορτ...
Αν και σαφώς πιο ολοκληρωμένο και διασκεδαστικό απ' το πρώτο μέρος, η αφήγηση και η σκηνοθεσία παραμένουν στα χαμηλά επίπεδα που μας συνήθισαν οι συντελεστές των τελευταίων επεισοδίων, ενώ τα μέτρια ψηφιακά εφέ και το αδιάφορο 3D κομμάτι δε βοηθούν καθόλου την κατάσταση.
Επιτέλους, η μακρόσυρτη ιστορία του μαθητευόμενου μάγου που γεννήθηκε με μια αποστολή χαραγμένη στο DNA του –να νικήσει το απόλυτο κακό φυσικά– έφτασε στο τέλος της.
Το δεύτερο μέρος του 7ου επεισοδίου, “Harry Potter and the Deathly Hallows, Part 2”, βγαίνει στις αίθουσες και ο Χάρι μας αποχαιρετά με μια μεγαλειώδη νίκη (δεν πιστεύω να σας χάλασα το φινάλε) επί του ερπετοειδή Βόλντεμορτ...
Αν και σαφώς πιο ολοκληρωμένο και διασκεδαστικό απ' το πρώτο μέρος, η αφήγηση και η σκηνοθεσία παραμένουν στα χαμηλά επίπεδα που μας συνήθισαν οι συντελεστές των τελευταίων επεισοδίων, ενώ τα μέτρια ψηφιακά εφέ και το αδιάφορο 3D κομμάτι δε βοηθούν καθόλου την κατάσταση.
Η υπόθεση
Όπως ήταν φυσικό, συναντούμε την ηρωική τριάδα των φυγάδων εκεί όπου την αφήσαμε, στο ανελέητο κυνήγι των αντικειμένων που αποκαλούνται “πεμπτουσιωτές” και ανάθεμα αν έχει καταλάβει κανείς τι ακριβώς κάνουν.
Σίγουρα, πάντως, η καταστροφή τους είναι ζωτικής σημασίας για την επικράτηση των φίλων μας και της σχολής επί του κακού Λόρδου Βόλντεμορτ.
Όπως ήταν φυσικό, συναντούμε την ηρωική τριάδα των φυγάδων εκεί όπου την αφήσαμε, στο ανελέητο κυνήγι των αντικειμένων που αποκαλούνται “πεμπτουσιωτές” και ανάθεμα αν έχει καταλάβει κανείς τι ακριβώς κάνουν.
Σίγουρα, πάντως, η καταστροφή τους είναι ζωτικής σημασίας για την επικράτηση των φίλων μας και της σχολής επί του κακού Λόρδου Βόλντεμορτ.
Με το γνωστό μαγικό τρόπο του και τη βοήθεια ενός αμφιλεγόμενου παλιόφιλου, ο Χάρι οδηγεί την ομάδα στα μπουντρούμια μιας τράπεζας που διοικείται από εκατοντάδες ξωτικά (νάνους δηλαδή) κι έχει έναν ουκρανό (!!!) φλογοβόλο δράκο για φύλακα.
Εδώ ξεκινούν και τα μπλεξίματα, τα οποία θα ενταθούν ακόμη περισσότερο όταν ο Χάρι ανακαλύψει την αλήθεια για τον εαυτό του και το κάλεσμά του, λίγο πριν την μερική καταστροφή του Χόγκγουορτς και την τελική αναμέτρηση με τον αιώνιο εχθρό...
Εδώ ξεκινούν και τα μπλεξίματα, τα οποία θα ενταθούν ακόμη περισσότερο όταν ο Χάρι ανακαλύψει την αλήθεια για τον εαυτό του και το κάλεσμά του, λίγο πριν την μερική καταστροφή του Χόγκγουορτς και την τελική αναμέτρηση με τον αιώνιο εχθρό...
Η κριτική
Αν και καταντά κουραστικό να λέμε τα ίδια και τα ίδια, δε γίνεται να μην παρατηρήσω ξανά ότι ο Ντέιβιντ Γέιτς κατάφερε να πάρει στα χέρια του μια σειρά σωστό χρυσάφι και να της απομυζήσει οποιαδήποτε προοπτική μπορεί να είχε για να μείνει διαχρονική, στο μέτρο που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό.
Δεν έχω διαβάσει τα βιβλία, αλλά η γεύση που αφήνουν τα τελευταία επεισόδια, θεωρώ ότι αποθαρρύνει όποιον νεοφώτιστο κι αν σκέφτηκε να τους δώσει μια ευκαιρία, έστω και στην παραλία.
Η μυθολογία που έχει στήσει η Ρόουλινγκ, παρ' ότι χαριτωμένη και διασκεδαστική στην αρχή, όσο φτάνουμε στο τέλος καταρρέει σε κάθε στομφώδη ανακοίνωση του αναπόφευκτου πεπρωμένου κάποιου απ' τους πρωτεύοντες ή δευτερεύοντες χαρακτήρες, ενώ το μπλέξιμο είναι τόσο πολύ που είναι αδύνατο να ξετυλίξει κάποιος το κουβάρι προς τα πίσω και να φέρει στο μυαλό του μια εικόνα που βγάζει νόημα.
Έτσι, αναγκαζόμαστε να βασιζόμαστε στα διαχρονικά κλισέ του είδους για να συνδέουμε όσα συμβαίνουν μπροστά μας, καθιστώντας ασήμαντες τις λεπτομέρειες που κάνουν το Χάρι Πότερ να διαφέρει από άλλα παρόμοια παραμύθια.
Ή, τουλάχιστον, από όλ' αυτά πάσχουν κάποια απ' τα σενάρια που προέκυψαν εκ των βιβλίων.
Παρ' όλ' αυτά, μπορώ να πω ότι η τελευταία ταινία έχει αρκετή δράση για να μη σκέφτεσαι και πολύ τι είναι αυτό που βλέπεις, αν και η σαπουνοπερίστικη μελούρα που σκοπό της έχει να εξιλεωθεί στα μάτια μας ο καλο-κακός χαρακτήρας ονόματι Σέβερους Σνέιπς, μόνο προσβλητική μπορεί να χαρακτηριστεί, ακόμη και για την παιδική φαντασία.
Είναι, τελικά, το φινάλε ικανοποιητικό και αντάξιο της τόσης αναμονής;
Δεν είμαι σίγουρος. Αγνοώντας εντελώς τη θλιβερή τελευταία σκηνή, όπου, 19 χρόνια μετά, οι ήρωές μας βάζουν τα παιδιά τους στο τρένο προς το Χόγκγουορτς και παραβλέποντας την υπερβολική δόση μητρικού φίλτρου που ρέει απ' τις οθόνες μας θα έλεγα ότι η ιστορία κλείνει εντελώς αναμενόμενα, απολύτως συμβατικά και χωρίς καμία πρωτοτυπία, πέρα από μια αναπάντεχη νεκρανάσταση που δε δικαιολογείται με τίποτα.
Και λυπάμαι, αλλά ένα ραβδί που σε κάνει κυρίαρχο του κόσμου κι έχει επιβιώσει από τέτοια καταστροφή δε μπορεί να σπάει στα δύο με τα δάχτυλα.
Το πιο μετριοπαθές που μπορώ να πω είναι ότι παραείναι εύκολο. Το πιο καλό που μπορώ να πω, είναι ότι, τουλάχιστον, τρέχει αίμα απ' τις πληγές των χτυπημένων και οι απώλειες των μαχών είναι πραγματικές και τελεσίδικες.
Δυστυχώς, το “Harry Potter and the Deathly Hallows, Part 2” είναι μια μέτρια ταινία φαντασίας, κατάλληλη μόνο για οπαδούς. Ας είναι. Περασμένα, ξεχασμένα.
Βγαίνουν ακόμη:
- Το πολύ ενδιαφέρον, ιστορικό και συγκινητικό “Oranges and Sunshine” του υιού Λόουτς, Τζιμ, με την υπέροχη Έμιλι Γουότσον. Το ακατάληπτο “Film Socialisme” του Ζαν Λικ Γκοντάρ, το γαλλικό βιογραφικό δράμα “Sagan” και, σε επανέκδοση, το “Head On (2004)” του Φατίχ Ακίν, το “Blackmail (1929)” του Άλφρεντ Χίτσκοκ, το “How To Steal A Million (1966)” του Γουίλιαμ Γουάιλερ και το συλλογικό “The New Monsters (1977)” των Μάριο Μονιτσέλι, Ντίνο Ρίζι και Έτορε Σκόλα.
Αν και καταντά κουραστικό να λέμε τα ίδια και τα ίδια, δε γίνεται να μην παρατηρήσω ξανά ότι ο Ντέιβιντ Γέιτς κατάφερε να πάρει στα χέρια του μια σειρά σωστό χρυσάφι και να της απομυζήσει οποιαδήποτε προοπτική μπορεί να είχε για να μείνει διαχρονική, στο μέτρο που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό.
Δεν έχω διαβάσει τα βιβλία, αλλά η γεύση που αφήνουν τα τελευταία επεισόδια, θεωρώ ότι αποθαρρύνει όποιον νεοφώτιστο κι αν σκέφτηκε να τους δώσει μια ευκαιρία, έστω και στην παραλία.
Η μυθολογία που έχει στήσει η Ρόουλινγκ, παρ' ότι χαριτωμένη και διασκεδαστική στην αρχή, όσο φτάνουμε στο τέλος καταρρέει σε κάθε στομφώδη ανακοίνωση του αναπόφευκτου πεπρωμένου κάποιου απ' τους πρωτεύοντες ή δευτερεύοντες χαρακτήρες, ενώ το μπλέξιμο είναι τόσο πολύ που είναι αδύνατο να ξετυλίξει κάποιος το κουβάρι προς τα πίσω και να φέρει στο μυαλό του μια εικόνα που βγάζει νόημα.
Έτσι, αναγκαζόμαστε να βασιζόμαστε στα διαχρονικά κλισέ του είδους για να συνδέουμε όσα συμβαίνουν μπροστά μας, καθιστώντας ασήμαντες τις λεπτομέρειες που κάνουν το Χάρι Πότερ να διαφέρει από άλλα παρόμοια παραμύθια.
Ή, τουλάχιστον, από όλ' αυτά πάσχουν κάποια απ' τα σενάρια που προέκυψαν εκ των βιβλίων.
Παρ' όλ' αυτά, μπορώ να πω ότι η τελευταία ταινία έχει αρκετή δράση για να μη σκέφτεσαι και πολύ τι είναι αυτό που βλέπεις, αν και η σαπουνοπερίστικη μελούρα που σκοπό της έχει να εξιλεωθεί στα μάτια μας ο καλο-κακός χαρακτήρας ονόματι Σέβερους Σνέιπς, μόνο προσβλητική μπορεί να χαρακτηριστεί, ακόμη και για την παιδική φαντασία.
Είναι, τελικά, το φινάλε ικανοποιητικό και αντάξιο της τόσης αναμονής;
Δεν είμαι σίγουρος. Αγνοώντας εντελώς τη θλιβερή τελευταία σκηνή, όπου, 19 χρόνια μετά, οι ήρωές μας βάζουν τα παιδιά τους στο τρένο προς το Χόγκγουορτς και παραβλέποντας την υπερβολική δόση μητρικού φίλτρου που ρέει απ' τις οθόνες μας θα έλεγα ότι η ιστορία κλείνει εντελώς αναμενόμενα, απολύτως συμβατικά και χωρίς καμία πρωτοτυπία, πέρα από μια αναπάντεχη νεκρανάσταση που δε δικαιολογείται με τίποτα.
Και λυπάμαι, αλλά ένα ραβδί που σε κάνει κυρίαρχο του κόσμου κι έχει επιβιώσει από τέτοια καταστροφή δε μπορεί να σπάει στα δύο με τα δάχτυλα.
Το πιο μετριοπαθές που μπορώ να πω είναι ότι παραείναι εύκολο. Το πιο καλό που μπορώ να πω, είναι ότι, τουλάχιστον, τρέχει αίμα απ' τις πληγές των χτυπημένων και οι απώλειες των μαχών είναι πραγματικές και τελεσίδικες.
Δυστυχώς, το “Harry Potter and the Deathly Hallows, Part 2” είναι μια μέτρια ταινία φαντασίας, κατάλληλη μόνο για οπαδούς. Ας είναι. Περασμένα, ξεχασμένα.
Βγαίνουν ακόμη:
- Το πολύ ενδιαφέρον, ιστορικό και συγκινητικό “Oranges and Sunshine” του υιού Λόουτς, Τζιμ, με την υπέροχη Έμιλι Γουότσον. Το ακατάληπτο “Film Socialisme” του Ζαν Λικ Γκοντάρ, το γαλλικό βιογραφικό δράμα “Sagan” και, σε επανέκδοση, το “Head On (2004)” του Φατίχ Ακίν, το “Blackmail (1929)” του Άλφρεντ Χίτσκοκ, το “How To Steal A Million (1966)” του Γουίλιαμ Γουάιλερ και το συλλογικό “The New Monsters (1977)” των Μάριο Μονιτσέλι, Ντίνο Ρίζι και Έτορε Σκόλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου