Στο στενό δρομάκι που χωρίζει το σπίτι μου από το απέναντι, ακούω μια φωνή: Γεια σας, είμαι από τη ΔΕΗ. Κοιτάω από το παράθυρο. Ενας νέος άνθρωπος με σακίδιο στον ώμο χτυπά την πόρτα της γειτόνισσας. – Ηρθα, της λέει, για να αλλάξω το ρολόι...
Επειδή είναι παλιό. Μα, δεν έχω ζητήσει να αλλάξουν το ρολόι μου, του λέει εκείνη. Και πού είναι τα χαρτιά σας; – Δεν έχω, απαντά αυτός. Με έστειλαν από την εταιρεία που συνεργάζεται με τη ΔΕΗ Αλλά φεύγοντας θα σας γράψω το όνομά μου.
- Χωρίς το χαρτί από τη ΔΕΗ, δεν σου ανοίγω, παιδί μου. Δεν έχω τίποτα μαζί σου, θέλω να το καταλάβεις, αλλά στο σπίτι δεν πρόκειται να μπεις. Ο νεαρός απομακρύνεται λίγο από την πόρτα και...
ακούω τη φωνή του στο κινητό: – Ελα, Κώστα. Εγώ είμαι. Ο Γιώργος ο κατασχέτης. Ηρθα να κόψω το ηλεκτρικό, αλλά δεν με αφήνουν να μπω. Δεν ακούω τι απαντά ο κύριος Κώστας, το αφεντικό του Γιώργου του κατασχέτη. Αλλά προφανώς του συστήνει να απομακρυνθεί για να μη δημιουργηθεί επεισόδιο. Αν έρθεις ξανά, θα μας βρεις όλους απέναντί σου, του λέμε όσοι γείτονες έχουμε ακούσει το επάγγελμά του. Εκείνος απομακρύνεται διαμαρτυρόμενος που δεν τον αφήνουν να κάνει τη δουλειά του.
Επάγγελμα κατασχέτης. Ειδικότητα που είναι ακόμα στα σκαριά. Που θα τελειοποιηθεί με γρήγορους ρυθμούς και που οι εργαζόμενοι σε αυτήν δεν θα δείχνουν την απειρία και την ατολμία του νεαρού Γιώργου, διότι θα έχουν καλύτερα εκπαιδευτεί στην αναλγησία. Το επάγγελμα αυτό, του εισπράκτορα χρεών, άνθησε και ανθεί στους κόλπους της μαφίας, όπου οι εντεταλμένοι για την είσπραξη κάνουν τη δουλειά τους με τη βοήθεια μιας σιδερογροθιάς ή ενός πιστολιού.
Σήμερα, οι μαφίες του νεοφιλελευθερισμού έχουν πιο σύγχρονα μέσα. Ηδη, μας λένε τα Μέσα, οι «κακές» τράπεζες καλούνται να αναλάβουν την είσπραξη των «κόκκινων» δανείων, αυτών δηλαδή που οι οφειλέτες αδυνατούν να πληρώσουν, με απειλές, κατασχέσεις πρώτης κατοικίας είτε άλλα ευγενικά μέσα.
Κάθε φορά που ακούμε ότι γίνεται κάτι ακραίο, κάτι εκτός σειράς, ένα έγκλημα από έναν σίριαλ κίλερ, ας πούμε, είτε κατά μόνας είτε υπό το συλλογικό προσωπείο ενός οργανισμού στήριξης, η πρώτη αντίδρασή μας είναι να πούμε «μα, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν».
Η κατά συρροήν εγκληματική συνθήκη μέσα στην οποία ζούμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, από την εκλογή Παπανδρέου του τρίτου μέχρι σήμερα, δεν έχει ακόμα εξαλείψει αυτήν την έκπληξη που νιώθουμε γι” αυτό που μας συμβαίνει. Πώς είναι δυνατόν να μας λένε ότι το Ελληνικό Δημόσιο πουλά την ακίνητη περιουσία του, για να τη νοικιάζει μετά από τους αγοραστές σε εξωφρενικές τιμές;
Πώς είναι δυνατόν να μας προτείνουν να δώσουμε τα σπίτια μας για να ξεπληρώσουμε τα χρέη μας στην Εφορία, και βέβαια αν τα σπίτια κοστίζουν περισσότερο, τι να γίνει, κάτι πάντα χάνεται σ’ αυτήν τη ζωή; Πώς είναι δυνατόν να λέει ο υπουργός Οικονομικών ότι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι ήταν αυτοί που πάντα πλήρωναν φόρους και συγχρόνως να συσσωρεύει στις πλάτες τους και τα κάθε λογής χαράτσια;
Στη νέα φάση που ζούμε εκπαιδευόμαστε σ” αυτό ακριβώς: να παραδεχτούμε ότι το απαράδεκτο είναι όχι μόνον δυνατό αλλά και παραδεκτό. Και αν τα πράγματα αλλάξουν; Αν τα ρολόγια τους, που μετρούν τις μέρες μας, ξαφνικά πάψουν να λειτουργούν; Αν λιώσουν, γίνουν κομμάτια;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου