Είμαι η Οφηλία. Έπεσα στο ποτάμι για να πνίξω εκείνο το παλιό κομμάτι του εαυτού μου. Περπατάω σε έναν δρόμο ξένο από μένα, ξένο απ' όσα έζησα μέχρι τώρα, ξένη γλώσσα, ξένα πρόσωπα, ξένα δέντρα. Δέντρα που σκύβουν από πάνω μου σαν καταφύγιο. Γιατί είμαι ένας φυγάς...
Αλλά εδώ, σ' αυτήν την ξένη γη, βρήκα την δεύτερη ευκαιρία μου.
Ήμουν κακομαθημένη. Με ωραία παιδικά χρόνια και πτυχίο. Είχα τον άντρα, το παιδί μου, το σπίτι μου, τη δουλειά μου και τους φίλους μου. Είχα ζωγραφιές, ταξίδια, θάλασσες και υπερβολικές αντιδράσεις.
Είμαι εκείνη που οι φίλοι αποκάλεσαν κακομαθημένη πριγκιπέσα γιατί φοβόμουνα να μείνω μόνη μου τη νύχτα σ' ένα φαράγγι στη νότια Κρήτη κάτω από εξωγήινα άστρα και κέδρους.
Είμαι η πριγκίπισσα που κανένας δεν άντεχε.*
Ήμουν όμορφη αλλά όχι αρκετά.
Ήμουν έξυπνη αλλά όχι αρκετά, ήμουν επαγγελματίας αλλά όχι αρκετά, είχα λεφτά αλλά όχι αρκετά, ήμουν αρχιτέκτονας αλλά όχι αρκετά, ήμουν καλλιτέχνης αλλά όχι αρκετά.
Έμεινα χωρίς δουλειά μετά από 12 χρόνια, αλλά έβρισκα παρηγοριά γιατί δεν ήμουν η μόνη. Ήμουν επαγγελματίας αλλά όχι αρκετά.
4 χρόνια έψαχνα για δουλειά και για τέσσερα χρόνια έφτιαχνα φανταστικά κτίρια για φανταστικούς πελάτες. Ήμουν αρχιτέκτονας, αλλά όχι αρκετά.
Κατάφερα να σώσω το σπίτι μου νοικιάζοντάς το σε κάποιους άλλους,ξένους, για να πληρώνεται το χαράτσι και το δάνειο και ο φόρος. Είχα χρήματα, αλλά όχι αρκετά.
Έψαξα να βρω δουλειά σε ξένη χώρα. Ήμουν Ελληνίδα αλλά όχι αρκετά.
Χώρισα με τον μοναδικό ερωτά μου μετά από 15 χρόνια γιατί δεν άντεχα τη μοναξιά. Με είπε άσπλαχνη και με αποκεφάλισε με ένα γιαπωνέζικο σπαθί.
Ήμουν δυνατή αλλά όχι αρκετά.
Σ' αυτή τη γη που ήρθα να ζήσω, οι παπαρούνες που συνάντησα ήταν κίτρινες. Μια μοναξιά φέγγει γύρω από μια κίτρινη παπαρούνα. Μια γυναίκα που σκουπίζει ήσυχα το δρόμο κι από πάνω της κρέμεται ένας θόλος από σύννεφα που τρέχουν μαζί με τα τρένα σαν να μην είχε ο δρόμος τελειωμό, εκεί την είδα, ολομόναχη, ανεμοδαρμένη, κατακόκκινη να αντέχει και κάτι μπήκε στη θέση του μέσα μου...
Ήμουν εκείνη η κακομαθημένη πριγκίπισσα που ζούσε σ' ένα κάστρο σιωπής και φώναζε για να την προσέξουν, για να την αγαπήσουν τα νυχτοπούλια, αλλά τελικά έφυγαν κι εκείνα μαζί με τα τρένα.
Αυτή η κακομαθημένη που είχε αυτοκίνητο όταν ήταν φοιτήτρια, πού ξανακούστηκε τέτοιο πράγμα, και που τώρα το πούλησε για να πληρώσει τα ναύλα της για το ταξίδι. Σ' αυτό το ταξίδι δεν χρειάζεται αυτοκίνητο, ούτε καν αποσκευές, η κακομαθημένη πριγκιπέσα έμαθε πως μπορείς να ζήσεις με πολύ λιγότερα από όσα γεμίζουμε τα σπίτια μας, αυτά τα σπίτια που μας έμαθαν οι γονείς πως πρέπει να αποκτήσουμε γιατί αυτό είναι η ασφάλεια σ' αυτή τη ζωή, και που τώρα δεν μπορούμε να τα συντηρήσουμε και τα πουλάμε για να πληρώσουμε τους φόρους και το πετρέλαιο που χρωστάμε εδώ κι ένα χρόνο.
Δεν χρειαζόμαστε τίποτα άλλο παρά ο ένας τον άλλον, κι όταν με αποχαιρετούσατε κλαίγατε κι εγώ δεν καταλάβαινα γιατί, τόσο ήμουν πια φευγάτη.
Το κάστρο μου το πήρα μαζί μου, δεν είναι από μάρμαρα και πολύτιμα φλουριά, είναι από κάτι άλλο αλλά άφησα πίσω τον ένα και μονάκριβο θησαυρό μου και κάθε μέρα του μιλάω πάνω στο μαγικό χαλί που πετάει από την μια άκρη της Ευρώπης στην άλλη και τρώμε μαζί, πάνω σ' αυτό το φεγγοβόλο, ηλεκτρικό τραπεζομάντηλο, κάθε βράδυ σου λέω καληνύχτα και το μαγικό χαλί σε παίρνει και σε βάζει για ύπνο στο σπίτι μας που αδειάζει λίγο λίγο μέχρι να μείνει ένα κουφάρι από αναμνήσεις μόνο, και ξένοι άνθρωποι θα το γεμίσουν με ξένα όνειρα από αλλού. Μα εγώ είμαι αλλού πια, σε μια ξένη γη που με αγκάλιασε και μου έδωσε αυτό που η δική μου η γη αρνήθηκε, την αξιοπρέπεια.
Σε περιμένω μικρέ, ανθεκτικέ ήρωά μου σ'αυτή την ξένη νέα γη, ν' απλώσεις τα χεράκια σου στο αεροδρόμιο και να μη χρειαζόμαστε πια το μαγικό χαλί, θα έρθει το μαγικό χάδι και θα τα γιατρέψει όλα γιατί κι εσύ είσαι πια μεγάλος... αλλά όχι αρκετά.
Οφηλία
..από το «Ημερολόγιο ενός άνεργου»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου